- αγρυπνητικός
- ἀγρυπνητικός, -ή, -όν (AM) [ἀγρυπνῶ]αυτός που επαγρυπνεί, που φρουρεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρυπνῶ + κατάλ. -τικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγρυπνητικός — wakeful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικαί — ἀγρυπνητικός wakeful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικοί — ἀγρυπνητικός wakeful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικωτάτου — ἀγρυπνητικός wakeful masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικῆς — ἀγρυπνητικός wakeful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητική — ἀγρυπνητικός wakeful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικώτατοι — ἀγρυπνητικός wakeful masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικώτεροι — ἀγρυπνητικός wakeful masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικά — ἀγρυπνητικόν wakeful neut nom/voc/acc pl ἀγρυπνητικός wakeful neut nom/voc/acc pl ἀγρυπνητικά̱ , ἀγρυπνητικός wakeful fem nom/voc/acc dual ἀγρυπνητικά̱ , ἀγρυπνητικός wakeful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνητικῶν — ἀγρυπνητικόν wakeful neut gen pl ἀγρυπνητικός wakeful fem gen pl ἀγρυπνητικός wakeful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)